τεζάρισμα

τεζάρισμα
το, Ν [τεζάρω]
τέντωμα, το να είναι κάτι τεντωμένο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεζάρισμα — το, ατος τέντωμα, καργάρισμα: Το πανί έχει τεζάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόρδωμα — το [κορδώνω] 1. τέντωμα, τσίτωμα, τεζάρισμα 2. υπερήφανο και αγέρωχο βάδισμα ή παράστημα, καμάρωμα, έπαρση, υπεροψία …   Dictionary of Greek

  • κόρδωμα — το, ατος 1. τέντωμα, τεζάρισμα. 2. τέντωμα του κεφαλιού προς τα πάνω ως εκδήλωση υπεροψίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέντωμα — το, ατος 1. το ξεδίπλωμα: Τέντωμα του υφάσματος. 2. τσίτωμα, τεζάρισμα: Τέντωμα του σκοινιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίτωμα — το, ατος 1. ένταση, τέντωμα, τεζάρισμα, καργάρισμα: Τσίτωμα του σκοινιού. 2. μτφ., υπερένταση των δυνάμεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”